-
1 περικατατίθεμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικατατίθεμαι
См. также в других словарях:
περικατατίθημι — Α (συν. το μέσ.) περικατατίθεμαι τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι («αὐτίκα δ ἰοδόκην χρυσέῃ περικάτθετο μίτρῃ», Απολλ. Ροδ.) … Dictionary of Greek